σωματίδια ή σωμάτια

σωματίδια ή σωμάτια
Όνομα με το οποίο στην ατομική και πυρηνική φυσική ορίζονται τα αδιαίρετα συστατικά της ύλης. Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες ήταν γνωστός ένας περιορισμένος αριθμός σ., η συμπεριφορά των οποίων μας έκανε να σκεφτούμε ότι επρόκειτο περί των τελευταίων συστατικών της ύλης, δηλαδή περί των στοιχειωδών σ. Η ανακάλυψη ενός αύξοντα αριθμού σ. (όχι μικρότερου του 42) και η έρευνα των ιδιοτήτων τους, είχαν ως αποτέλεσμα να χάσει μεγάλο μέρος της αξίας της η έννοια «στοιχειώδες». Οι σημερινές γνώσεις επί των σ. δείχνουν επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, την ύπαρξη μιας πολύπλοκης υφής αυτών και έτσι είναι προτιμότερο να γίνεται λόγος για θεμελιώδη αντί για στοιχειώδη σωματίδια. Τα μέχρι σήμερα γνωστά σ. υποδιαιρούνται γενικά σε τέσσερις ομάδες: 1) φωτόνια: σ. που συνιστούν τις ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες και συνεπώς το φως*· 2) λεπτόνια ή ελαφρά σ.· 3) μεσόνια ή σ. με μέση μάζα· 4) βαρυόνια ή βαρέα σ. Στον πίνακα, εκτός από τα σ., απαριθμούνται και τα αντίστοιχα αντισωματίδια (*αντι-σωμάτιο). Δεξιά, φωτογραφία και σχηματική παράσταση συνδυασμένης παραγωγής ενός υπερονίου και ενός μεσονίου Κ (καόνιο) και οι διασπάσεις τους. Ένα μεσόνιο π- εισέρχεται στο θάλαμο και αφήνει το ίχνος AB. Στο σημείο Β χτυπά ένα πρωτόνιο και από την αλληλεπίδραση παράγεται ένα μεσόνιο Κ° και ένα Λ° (rr + ρ ^ Κ° + Λ°). Το μεσόνιο Κ° ακολουθεί την πορεία BC χωρίς να αφήνει ίχνος, επειδή στερείται ηλεκτρικού φορτίου και παρακμάζει στο σημείο C παράγοντας ένα μεσόνιο π+ (κόκκινο ίχνος) και ένα μεσόνιο n^ (γαλάζιο ίχνος) (Κ° > π + π-). Το σωματίδιο Λ° ακολουθεί την πορεία BD, χωρίς να αφήνει και αυτό ίχνος επειδή στερείται φορτίου, και παρακμάζει στο σημείο D παράγοντας ένα πρωτόνιο (πράσινο ίχνος) και ένα μεσόνιο π’ (γαλάζιο ίχνος) (Λ° > ρ + π-). Αριστερά, σχηματική παράσταση θαλάμου φυσαλλίδων, συσκευής που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση σωματιδίων εφοδιασμένων με ηλεκτρικό φορτίο. Η συσκευή είναι θερμικά μονωμένη από το περιβάλλον και πραγματοποιεί κενό στο χώρο Α. Στο θάλαμο Β εισάγεται υγρό υδρογόνο. Αν η πίεση μέσα στο θάλαμο ελαττωθεί απότομα, το υδρογόνο φέρεται σε κατάσταση ασταθή (υπέρθερμο υδρογόνο), κατά την οποία δε σχηματίζονται φυσαλλίδες βρασμού σε ολόκληρη τη μάζα του υγρού, αλλά στα σημεία εκείνα, στα οποία έχει δημιουργηθεί κάποια διαταραχή. Με τις συνθήκες αυτές η διέλευση ενός φορτισμένου σωματιδίου θα προκαλέσει τον σχηματισμό ιόντων κατά μήκος της τροχιάς του, η οποία είναι ορατή με μορφή φυσαλλίδων και μπορεί να φωτογραφηθεί. Σωματίδια που παράγονται από ισχυρές αλληλεπιδράσεις. Στον πίνακα περιλαμβάνονται τα σωματίδια, των οποίων έχουν προσδιοριστεί τα χαρακτηριστικά. Οι μάζες εκφράζονται σε MeV (εκατομμύρια ηλεκτρονιοβόλτ)· μια μάζα 1 MeV αντιστοιχεί περίπου σε δύο ηλεκτρονικές μάζες. Τα χρώματα δείχνουν τις παραδεκτές σήμερα ομάδες, οι οποίες δεν έχουν οριστικό χαρακτήρα. Τα σωματίδια που υποδηλώνονται με το ίδιο γράμμα, αλλά που έχουν μάζες μεγαλύτερες (αντίστοιχες σε υψηλότερες ενέργειες) είναι «αντηχήσεις» με μικρότερη ενέργεια. Από τον πίνακα έχει παραλειφθεί το τμήμα το σχετικό με τα αντιβα-ρυόνια, το οποίο είναι συμμετρικό προς το τμήμα το σχετικό με τα βαρυόνια. 1 - Δ* 1 920’ 2 - Ξ* 1810’ 3 - Λ’ 1815· 4 - Σ* 1 765· 5 - Ν* 1 688’ 6 - Ω 1 675’ 7 - Σ* 1660· 8-Ξ* 1530-9-Λ* 1520’ 10- Ν* 1518· 11 - Λ* 1405-12 -Σ* 1385’ 13- Ξ 1318’ 14-Α2 1310· 15-η*(ήτ) 1253’ 16-Δ 1238· 17-Σ 1193· 18-Λ 1115· 19-A, 1090’20-ηΜήφ) 1019’21 -Χ° 950· 22 - Ν 939· 23 - Κ* 891- 24 - η* (ή ω) 782· 25 - π* (ή ρ) 763’ 26 - κ 725’ 27 - η 548’ 28 - Κ 498- 29 - π 137.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σωμάτιο — το / σωμάτιον, ΝΜΑ, και σωμάτειον Α [σῶμα] νεοελλ. 1. μικρό σώμα, σωματίδιο 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. σωματίδια μικρότερα τών ατόμων και, συγκεκριμένα, στοιχειώδη… …   Dictionary of Greek

  • νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη …   Dictionary of Greek

  • νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… …   Dictionary of Greek

  • αντιύλη — Είδος ύλης το οποίο θεωρητικά αποτελείται από σωματίδια αντίθετου φορτίου από εκείνα που αποτελούν τη συνήθη ύλη. Θεωρητικά πάντα, όταν ένα κομμάτι ύλης συναντήσει ένα κομμάτι αντιύλης, θα εξαφανιστούν και τα δύο. Τα άτομα από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • ζωδιακό φως — (Αστρον.). Αμυδρό, διάχυτο φως που εμφανίζεται στον ουρανό τις πολύ καθαρές μέρες, αμέσως μετά τη δύση και λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Το ζ.φ. είναι ζωηρότερο κατά μήκος της εκλειπτικής και γίνεται αμυδρότερο διαρκώς μακριά από αυτή,… …   Dictionary of Greek

  • κύκλοτρο ή κυκλοτρόνιο — Κυκλικός επιταχυντής ηλεκτρικά φορτισμένων σωματιδίων (πρωτόνια, σωμάτια α, δευτερόνια κλπ.). Κατασκευάστηκε κατά το 1930 από τον Έρνεστ Ορλάντο Λόρενς (Νόμπελ φυσικής, 1939) του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια και λειτούργησε για πρώτη φορά το 1932 …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”